άβαλτος

άβαλτος
-η, -ο [βαλτός]
1. αυτός που δεν έχει βαλθεί, τοποθετηθεί στη θέση για την οποία προορίζεται
2. (για φυτά, δέντρα) αφύτευτος
3. (για ενδύματα ή υποδήματα) αμεταχείριστος, αφόρετος
4. μτφ. αυτός που ενεργεί αυτόβουλα, χωρίς να είναι όργανο κάποιου άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άβαλτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον έβαλαν να κάνει κάτι: Ό,τι έκαμε το έκαμε άβαλτος, όχι βαλτός. 2. αφόρετος, αμεταχείριστος: Τα ρούχα που φόρεσε ήταν άβαλτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφόρετος — αφόρετος, η, ο και αφόρηγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει φορεθεί, ο άβαλτος: Έχεις κι ένα κουστούμι αφόρετο. 2. αυτός που δεν είναι για να φορεθεί: Όπως σου το κανε το ρούχο είναι αφόρετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”