- άβαλτος
- -η, -ο [βαλτός]1. αυτός που δεν έχει βαλθεί, τοποθετηθεί στη θέση για την οποία προορίζεται2. (για φυτά, δέντρα) αφύτευτος3. (για ενδύματα ή υποδήματα) αμεταχείριστος, αφόρετος4. μτφ. αυτός που ενεργεί αυτόβουλα, χωρίς να είναι όργανο κάποιου άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.